υπερδεκαπλάσιος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπερδεκαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ δεκαπλάσιος
περισσότερο από δεκαπλάσιος.