δεκαπλάσιος

English (LSJ)

[πλᾰ], ον, tenfold, Hp.VM16; δ. τὸ ἔκτεισμα τοῦ ἀδικήματος ἐκτίνειν Pl.R. 615b: c. gen., ten times greater than, Plb.21.22.15; τὴν δεκαπλασίαν (sc. τιμήν) καταδικάζειν mulct in ten times the amount, Lexap.D.24.105 (dub.); δ. ὑφῃρῆσθαι rob the state of a tenfold penalty, D.24.82. Adv. δεκαπλασίως Hp.VM6.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 décuplo, diez veces mayor ἵνα ... δεκαπλασίας ἀλγηδόνας ὑπὲρ ἑκάστου κομίσαιντο para que ... recibieran por cada delito un castigo diez veces mayor Pl.R.615b
esp. c. giros propios de adj. multiplicativos, c. gen. δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς τοῦ κινηθέντος ἀποτινέτω pague el décuplo del valor de lo tomado Pl.Lg.914c, προστεθέντα πρὸς τὴν ... βασιλείαν δεκαπλασίαν αὐτὴν δύναται ποιεῖν τῆς νῦν ὑπαρχούσης si se añaden al reino pueden decuplicar su extensión actual Plb.21.22.15
c. ἤ: δεκαπλάσιον ἔσται τὸ καῦμα ... ἢ τῷ μηδὲν τοιοῦτο ποιέοντι su calor ... será diez veces mayor que si no hubiera hecho nada semejante Hp.VM 16
subst. ἡ δεκαπλασία = el décuplo, cantidad diez veces superior τῶν ἱερῶν ... χρημάτων τὴν δεκαπλασίαν ὑφῄρηται D.24.82, cf. 111, ζημ[ιῶν] ται δεκαπλασ<ί>αις sean castigados con multas del décuplo, IEJ 16.1966.60.32 (Escitópolis, Siria II a.C.)
tb. τὸ δ.: ἠνάγκαζεν ... ἀποτιμᾶσθαι τὴν ἀξίαν εἰς τὸ δ. hizo tasar el precio (de los objetos de lujo) al décuplo (de su valor), Plu.Cat.Ma.18, cf. IMylasa 303.16 (IV a.C.?), Gr.Nyss.Hom.in Cant.465.1.
2 adv. δεκαπλασίως = por diez, por diez veces δ. ... ηὔξησεν (τὸν φόβον) Gr.Nyss.Hom.in Cant.465.14
diez veces más c. diversos giros δ. ἂν μᾶλλον ... κακωθεῖεν ἢ ῥυφέοντες sufrirían diez veces más que si hubieran tomado papilla Hp.VM 6, κατέλαβεν αὐτοὺς σοφωτέρους δ. ὑπὲρ τοὺς σοφιστὰς καὶ τοὺς φιλοσόφους los halló diez veces más sabios que los sabios y filósofos (de su reino), LXX Da.1.20
en una proporción de diez a uno en una receta, Gal.13.872.

German (Pape)

[Seite 542] α, ον, zehnfach, Lys. 19, 35; ἀλγηδόνες δεκαπλάσιαι Plat. Rep. X, 615 b; τὴν δεκαπλασίαν, sc. τιμὴν καταδικάζειν, das Zehnfache als Strafe, Dem. 24, 105; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω Plat. Legg. XI, 914 c; – τινός, zehnmal größer als, Pol. 22, 5, 15.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
décuple.
Étymologie: δέκα, -πλάσιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκαπλάσιος -α -ον [δέκα, ~ διπλάσιος] tienvoudig, tien keer zoveel of zo groot:. εἰς τὸ δεκαπλάσιον = tot in het tienvoudige Plut. CMa 18.2.

Russian (Dvoretsky)

δεκαπλάσιος: (ᾰ) удесятеренный, десятикратный Plat.: δ. τοῦ νῦν ὁπάρχοντος Polyb. вдесятеро больший ныне существующего.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαπλάσιος: -ον, δέκα φορὰς τόσος, Λατ. decuplus, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 615Β· μ. γεν., κατὰ δέκα φορὰς μεγαλείτερος, Πολύβ. 22. 5, 15· - ἡ δεκαπλασία (ἐνν. τιμή), τὴν δεκαπλασίαν ἀφαιρεῖν, καταδικάζειν, καταδικάζω εἰς πληρωμὴν τοῦ ποσοῦ εἰς τὸ δεκαπλάσιον, Δημ. 726. 23, πρβλ. 733. 5. - Ἐπίρρ. -ως Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10. Ὡσαύτως -πλασίων, ον, Σχόλ. Ὁμ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δεκαπλάσιος, -α, -ον)
δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλάσιος (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)].

Greek Monotonic

δεκαπλάσιος: [ᾰ], -ον, δέκα φορές τόσος, πολλαπλάσιος δέκα φορές, Λατ. decuplus, σε Πλάτ.· ἡ δεκαπλασία (ενν. τιμή), πρόστιμο του δεκαπλασίου του ποσού, σε Δημ.

Middle Liddell

tenfold, Lat. decuplus, Plat.:— ἡ δεκαπλασία (sc. τιμή) a fine of ten times the amount, Dem.