υπνώνω
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
ὑπνῶ, -όω, ΝΜΑ, και αμφβλ. τ. ὑπνῶ, -έω, Α ὕπνος
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
2. κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι.