Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπνώνω

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

ὑπνῶ, -όω, ΝΜΑ, και αμφβλ. τ. ὑπνῶ, -έω, Α ὕπνος
1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω
2. κοιμάμαι, αποκοιμιέμαι.