νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
κ. -μιούμαι κ. -μούμαι (AM ἀποκοιμῶμαι, -άομαι)1. με παίρνει ο ύπνος2. κοιμάμαι βαθιά3. πεθαίνω ήρεμααρχ.κοιμάμαι μακριά απ' το σπίτι μου.