αποκοιμίζω
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
Greek Monolingual
(AM ἀποκοιμίζω)
κάνω κάποιον να κοιμηθεί (συνήθως για τα βρέφη με το νανούρισμα)
μσν.- νεοελλ.
θανατώνω κάποιον
νεοελλ.
1. καταφέρνω κάποιον ώστε να μη με υποπτεύεται
2. αποβλακώνω κάποιον
3. (η μτχ.) αποκοιμισμένος
νωθρός ή ανόητος.