Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Απιθ. βρυχώμαι σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρύχω «βρυχώμαι»].