υποδέρω

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

Α
αφαιρώ το δέρμα λίγο ή προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρω «γδέρνω»].