υποδέρω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

Α
αφαιρώ το δέρμα λίγο ή προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δέρω «γδέρνω»].