υποθυμίαση

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

η / ὑποθυμίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποθυμίησις, -ήσεως, Α ύποθυμιῶ
ο υποκαπνισμός
μσν.
παραγωγή καπνού με την καύση αρωματικών θυμιαμάτων.