υποπίνω

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

Α πίνω
1. πίνω λίγο
2. πίνω σιγά σιγά και για πολλή ώρα ως επιδόρπιο
3. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑποπεπωκώς
ελαφρώς μεθυσμένος.