Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιδόρπιο

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το (Α ἐπιδόρπιος, -ον και -ος, -α, -ον)
φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα
αρχ.
κατάλληλος για χρήση στο τέλος του δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»].