υποστύλωση
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
η / ὑποστύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑποστυλῶ / -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποστυλώνω.