υποστυλώνω

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

ὑποστυλῶ, -όω, ΝΜΑ
στηρίζω κάτι με στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στυλῶ / -ώνω «στηρίζω κάτι με στύλους»].