υποτρίπους

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, Α
συν. στον πληθ. οι ὑποτρίποδες·σανίδες εγκάρσιες που ενώνουν στο κάτω μέρος τα πόδια του τραπεζιού ή του τρίποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρίπους «τρίποδας»].