τρίποδας

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια
2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο
β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών.