υπόβραχυς
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
-εία, -υ, Α
1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα
2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα -∪ - - -.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βραχύς.