υψόφωνος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψιλή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + -φωνος (< φωνή)].