υψόφωνος

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψιλή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + -φωνος (< φωνή)].