υψόφωνος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
-ον, Α
αυτός που έχει ψιλή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + -φωνος (< φωνή)].