φίστουλας

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
συρίγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fistula «σωλήνας, συρίγγιο»].