φαλλόπειος

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, και φαλλοπιανός, -ή, -ό, Ν
ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος»
ανατ. πόρος του λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα του προσωπικού νεύρου
β) «φαλλόπειες σάλπιγγες»
ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών
γ) «φαλλόπειος σύνδεσμος» — ο βουβωνικός σύνδεσμος
δ) «φαλλόπειο τόξο» — το μηριαίο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fallopian, από το όν. του Ιταλού ανατόμου Gabriello Fallopio].