φαμέν

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

French (Bailly abrégé)

enclit. φαμεν;
v. φημί.

Greek Monotonic

φαμέν: εγκλιτ.
I. αʹ πληθ. ενεστ. του φημί. II. φάμεν, Επικ. αντί ἔφᾰμεν, αʹ πληθ. αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰμέν: 1 л. pl. praes. к φημί.