φαρμακοπαθολογία

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της φαρμακογνωσίας που πραγματεύεται τις νόσους τών φαρμακευτικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + παθολογία].