φερνάριον

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερνάριον Medium diacritics: φερνάριον Low diacritics: φερνάριον Capitals: ΦΕΡΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: phernárion Transliteration B: phernarion Transliteration C: fernarion Beta Code: ferna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of φερνή, BGU 1052.10, 1101.18, etc. (i BC).

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκάριον, πλοιάριον)].