φθιωτικός

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθιωτικός, -ή, -όν, ΝΑ Φθιώτης
νεοελλ.
αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Φθιώτιδα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φθία, πόλη της Θεσσαλίας.