φιλοβασιλικός

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης του βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).
-ή, -όν, Α φυλοβασιλεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).