φιντανάκι
From LSJ
Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
και φυντανάκι, το, Ν φιντάνι
(υποκορ. τ.)
1. μικρός βλαστός, φιντάνι
2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος.