φιντανάκι
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
και φυντανάκι, το, Ν φιντάνι
(υποκορ. τ.)
1. μικρός βλαστός, φιντάνι
2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος.