φρατριάρχης
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
German (Pape)
[φρᾱ], ὁ, = φρατρίαρχος (?).
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
[φρᾱ], ὁ, = φρατρίαρχος (?).