Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
ὁ, Ααυτός που εξαπατά τον νου, φρενοκλόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + λῃστής.