φρενοληστής

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξαπατά τον νου, φρενοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + λῃστής.