πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-ή, -ό / πτενός, -ή, -όν, ΝΜλεπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτενός «διαφανής» (< πτενόν «φτερό»)].