Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
-α, -ικο, Ν(θωπευτ.) φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. μικρούλης)].