φυλλίδιο

From LSJ

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

το, Ν φύλλο
βοτ. καθένα από τα λεπιοειδή ατροφικά φύλλα που προστατεύουν τα νεαρά αναπτυσσόμενα κύρια φύλλα, καθώς και το μερίστωμα στους οφθαλμούς τών φυτών, αλλ. κατάφυλλο.