φυλλίδιο

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

το, Ν φύλλο
βοτ. καθένα από τα λεπιοειδή ατροφικά φύλλα που προστατεύουν τα νεαρά αναπτυσσόμενα κύρια φύλλα, καθώς και το μερίστωμα στους οφθαλμούς τών φυτών, αλλ. κατάφυλλο.