φωτοφοβία

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. τάση για προστασία τών ματιών από το φως, που εκδηλώνεται σε ορισμένα άτομα λόγω της επώδυνης εντύπωσης που προκαλεί η επίδραση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photophobia (< φωτόφοβος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].