χαιρεκακώ

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ χαιρέκακος
είμαι χαιρέκακος, χαίρομαι για τα παθήματα ή για τη δυστυχία τών άλλων.