χαιρέκακος

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιρέκᾰκος Medium diacritics: χαιρέκακος Low diacritics: χαιρέκακος Capitals: ΧΑΙΡΕΚΑΚΟΣ
Transliteration A: chairékakos Transliteration B: chairekakos Transliteration C: chairekakos Beta Code: xaire/kakos

English (LSJ)

χαιρέκακον, = ἐπιχαιρέκακος, interpol. in Poll.5.128, cf. EM808.6.

German (Pape)

[Seite 1324] sich über Andrer Unglück freuend, gew. ἐπιχαιρέκακος, Valck. Ammon. p. 83.

Greek (Liddell-Scott)

χαιρέκᾰκος: -ον, = ἐπιχαιρέκακος, ὁ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς ἐπιχαίρων, Πολυδ. Ε΄, 128, Ἄννα Κομν. 1. 2, 230.

Greek Monolingual

-η, -ο / χαιρέκακος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που χαίρεται με τα παθήματα τών άλλων, που νιώθει χαρά για τη δυστυχία τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κακός. Για τη μορφή του α' συνθετικού πρβλ. αρχε-: άρχω, εχε-: έχω, φέρε-: φέρω.