χαιρούμενος
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
χαρούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. χαίρω, σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρ. ρ. (πρβλ. μελλ-ούμενος, πετούμενος)].