ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
η, Νεπίστρωση επιφάνειας με χαλίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].