χαλικόστρωση

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].