επίστρωση

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

η
1. το να επιστρωθεί, να καλυφθεί μια επιφάνεια με άλλο υλικό, επένδυσηεπίστρωση με ανοξείδωτο χάλυβα»)
2. κάλυψη δαπέδου με οποιοδήποτε υλικό
3. το να στρώσει, να απλώσει κάποιος κάλυμμα σε τραπέζι, κλίνη κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-στρώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επίστρωσις μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].