χαμάλης

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αχθοφόρος, βαστάζος
2. (επιτιμητικά) χυδαίος, πρόστυχος («μιλάς σαν χαμάλης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamal].