Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
ο, Ν1. αχθοφόρος, βαστάζος2. (επιτιμητικά) χυδαίος, πρόστυχος («μιλάς σαν χαμάλης»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamal].