χυδαίος

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

-α, -ο / χυδαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλάνόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ.
γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας», Φίλ.)
2. (για λόγια και πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άνθρωπο αμόρφωτο και ακαλλιέργητο, αναξιοπρεπής, πρόστυχος, απρεπής (α. «χυδαία έκφραση» β. «χυδαία συμπεριφορά» γ. «χυδαῖα καὶ φαῡλα», Φιλόδ.
δ. «τῆς χυδαίου καὶ πανδήμου λαλιᾱς», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «χυδαία γλώσσα»
(παλαιότερα) (κατά τους αρχαϊστές ή τους καθαρευουσιάνους) η δημοτική
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυδαῖον
κοινοτοπία
αρχ.
1. πολυπληθής, πολυάριθμος («οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο», ΠΔ)
2. κατασκευασμένος από ανάμικτα υλικά, κοινός, ευτελής (α. «χυδαῖοι στέφανοι», Αθήν.
β. «ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ἐπιβαλεῖν χυδαῖον», Πλούτ.
γ. «τὸν χυδαῖον οἶνον καρηβαρίτην ἔλεγον», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
χυδαίως ΝΜΑ, και χυδαία Ν
νεοελλ.
με χυδαιότητα, πρόστυχα, απρεπώς
μσν.-αρχ.
με τρόπο που προκαλεί ή που δείχνει σύγχυσηχυδαίως ὀνομασθὲν καὶ κακῶς νοηθέν», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην + κατάλ. -αῖος].