τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
χᾰνεῖν: απαρ. αορ. βʹ του χάσκω· χάνοι, γʹ ενικ. ευκτ.
χανεῖν: inf. aor. 2 к χαίνω и χάσχω.