χανεῖν Search Google

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monotonic

χᾰνεῖν: απαρ. αορ. βʹ του χάσκω· χάνοι, γʹ ενικ. ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

χανεῖν: inf. aor. 2 к χαίνω и χάσχω.