τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
το, Νχαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγημα (< -λογώ), πρβλ. ευφυο-λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο].