χαϊδευτικός

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

και χαδευτικός, -ή, -ό, Ν χαϊδεύω
θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα.
επίρρ...
χαϊδευτικά Ν
με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά.