χαϊδευτικός

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

και χαδευτικός, -ή, -ό, Ν χαϊδεύω
θωπευτικός, αυτός που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα.
επίρρ...
χαϊδευτικά Ν
με χαϊδευτικό τρόπο, θωπευτικά, τρυφερά.