χειρητής

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρητής Medium diacritics: χειρητής Low diacritics: χειρητής Capitals: ΧΕΙΡΗΤΗΣ
Transliteration A: cheirētḗs Transliteration B: cheirētēs Transliteration C: cheiritis Beta Code: xeirhth/s

English (LSJ)

χειρητοῦ, ὁ, manual labourer, BGU9 iii 19 (iii A.D.).

Greek Monolingual

-oῡ, ὁ, Α
χειρώνακτας, χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. -ητής, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χειράω, - «εργάζομαι με τα χέρια»].