χειροδικῶ

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Mantoulidis Etymological

(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκηςχείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.