χειροδικῶ

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Mantoulidis Etymological

(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκηςχείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.