χειροδικῶ
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
Mantoulidis Etymological
(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκης → χείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.